Asleep In The Sand With The Ocean Washing Over…


Έφτασαν στην πόλη φάντασμα με τα χείλη τους στεγνά, σκασμένα από έναν ανελέητο ήλιο. Τα ρούχα τους σκονισμένα και ταλαιπωρημένα από το ταξίδι, έμοιαζαν με απομεινάρια μιας ξεχασμένης από το χρόνο εποχής. Έφτασαν στην πόλη φάντασμα πεινασμένοι για λίγη πίστη, σε οτιδήποτε θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον φόβο που ένιωθαν να σαλεύει στις απόμακρες γωνιές του μυαλού τους. Κάθε ίχνος ζωής είχε εγκαταλείψει αυτή την πόλη, τα έρημα κτίρια έμοιαζαν σαν να είχαν μόλις αναδυθεί από τα έγκατα της ερήμου. Έμοιαζαν με τα παρατημένα ντεκόρ μιας ταινίας που δεν γυρίστηκε ποτέ. Περπάτησαν κατά μήκος του σκεπασμένου από σκόνη δρόμου και κατευθύνθηκαν με κουρασμένο βήμα προς το σαλούν. Δεν ένιωσαν καμία έκπληξη όταν αντίκρισαν θαμώνες συγκεντρωμένους στο εσωτερικό του κτιρίου. Στα πρόσωπα τους αναγνώρισαν όλους εκείνους που τους οδήγησε η ίδια πείνα. Η ακατάπαυτη πείνα για κάτι που δεν ταίριαζε με τα πρότυπα μιας εποχής που έδειχνε να τους ξεπερνάει και να τους αφήνει πίσω. Κυνηγημένοι από οράματα που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν, προσπαθώντας μάταια να απαλλαγούν από ένα γάντζο που ήταν καρφωμένος στο σβέρκο τους, στο πάτο της συνείδησης τους. Όλοι εκείνοι που έμοιαζαν με τους τρελούς που είχε περιγράψει ο Τζακ Κέρουακ στο δρόμο. Όλοι αυτοί που καίγονταν από μια παρόρμηση που τους έδειχνε ένα απαγορευμένο δρόμο, αυτόν που ελάχιστοι είχαν περπατήσει. Ένα σκοτεινό και δύσβατο μονοπάτι που δεν υπήρχε σε κανένα χάρτη. Ένα μονοπάτι που σε οδηγούσε μακρυά από ζεστό σου κρεβάτι, εκεί που αφήνεις τον ύπνο να διαγράψει όλα αυτά που σε έκαναν να κλείσεις τα μάτια με αποστροφή κατά την διάρκεια της ημέρας.

Διάλεξαν την πιο απόμερη γωνιά του χώρου για να ξεκουράσουν τα κόκαλα τους και άφησαν το αλκοόλ να βάλει φωτιά στο πεινασμένο τους στομάχι. Λίγα μέτρα μακρυά τους, καθόταν ένας νεαρός που προσπαθούσε να κουρδίσει την κιθάρα του. Το βλέμμα του έμοιαζε να καρφώνεται στο υπερπέραν, καθώς τα δάχτυλα του ακουμπούσαν τις χορδές της κιθάρας. Ένα περίεργο χαμόγελο που τόνισε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, συνόδευσε τις πρώτες νότες που ξεχύθηκαν στο χώρο. Ένα χαμόγελο που έδειχνε ικανό να επισκιάσει το ντροπαλό βλέμμα που έλαμπε μπροστά στο φως της βρόμικης λάμπας που βρισκόταν στο τραπέζι του. Η φωνή διέσχισε όλη την διαδρομή από το διάφραγμα μέχρι το στόμα και ακούστηκε σαν το θρόισμα των φύλλων που τα αγκαλιάζει ο άνεμος για πρώτη φορά. Η ένταση της έμοιαζε να αλλάζει σαν την τάση του ηλεκτρικού ρεύματος που ελέγχεται από ένα μεταβαλλόμενο μαγνητικό πεδίο. Ένταση που σε κάθε λεπτό αποκτούσε περισσότερο όγκο και εξαπλωνόταν στο χώρο σαν μια άυλη και αόρατη μάζα που γέμιζε κάθε γωνιά και κάθε σημείο του στοιχειωμένου σαλούν. Σκαρφάλωνε στους βρώμικους τοίχους και απλωνόταν σαν υγρή μπογιά σε όλες τις επιφάνειες. Αγκάλιαζε ανενόχλητη τις σκέψεις των παρευρισκόμενων και βουτούσε βαθιά στις πιο απόμακρες αναμνήσεις. Εκείνες που ήταν θαμμένες σε μια άμμο πιο πυκνή από εκείνη της ερήμου που έμοιαζε να καταπίνει αυτή την καταραμένη πόλη. Εκείνες που σιωπηλά τους είχαν οδηγήσει σε ένα μέρος που μπορούσε να τους εξασφαλίσει λίγες ώρες γαλήνης. Για πρώτη φορά στην ζωή τους ένιωσαν πως η τέχνη κάποιου μπορεί να τους προσφέρει αυτό που αποζητούσαν σε μέρη που η ανθρώπινη παρουσία είχε πάψει προ πολλού να υπάρχει.

2 thoughts on “Asleep In The Sand With The Ocean Washing Over…”

  1. Εξαιρετικός ο συμβολισμός του μονοπατιού με τον ύπνο.Μουσικά είμαι 1 στα 2.Και λέω ναι στους Buffalo φυσικά (:

Leave a reply to scar Cancel reply